- διαθέσεων
- διαθέσεω̆ν , διάθεσιςplacing in orderfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα … Dictionary of Greek
αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ενθουσιασμός — ο (AM ἐνθουσιασμός) [ενθουσιάζω] παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης τό συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.) νεοελλ. έντονη … Dictionary of Greek
θερμομέτρηση — η 1. η μέτρηση τής θερμοκρασίας ανθρώπου ή ζώου με θερμόμετρο 2. η εκτίμηση τών διαθέσεων κάποιου με προσοχή («θερμομέτρηση τής κοινής γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμομετρώ. Η λ. στον λόγιο τ. θερμομέτρησις απαντά από το 1894 στον Αν. Δαμβέργη στην… … Dictionary of Greek
θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… … Dictionary of Greek